- σινάπι
- το-ιού1. είδος φυτού, λαψάνα.2. «κόκκος σιναπιού», μικρή ποσότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
σίναπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
σινάπι — σινά̱πῑ , σίναπι mustard neut dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίναπι — σίνᾱπι , σίναπι mustard neut voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… … Dictionary of Greek
σιναπικός — ή, ό, Ν [σινάπι] 1. αυτός που γίνεται με σινάπι ή που προέρχεται από σινάπι 2. φρ. «σιναπικό οξύ» χημ. ακόρεστο αρωματικό οξύ, γνωστό και ως 4 υδροξυ 3, 5 διμεθοξυ κιναμμωμικό οξύ, τού οποίου ο εστέρας με χολίνη αποτελεί τη σιναπίνη που εξάγεται… … Dictionary of Greek
σιναπούχος — ο, Ν αυτός που περιέχει σινάπι, πασπαλισμένος με σινάπι («σιναπούχος χάρτης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σινάπι «είδος φυτού» + ούχος*] … Dictionary of Greek
σινάπει — σινά̱πει , σίναπι mustard neut nom/voc/acc dual (attic epic) σινά̱πεϊ , σίναπι mustard neut dat sg (epic) σινά̱πει , σίναπι mustard neut dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιναπίδι — το / σιναπίδιον, ΝΜΑ κοκκινόχωμα, βαφική ουσία, το σινωπίδιον*, η σινωπική* νεοελλ. νόσος τών φυτών, σκωρίαση τών σιτηρών αρχ. μικρό σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον)] … Dictionary of Greek
σιναπίζω — και συναπήζω και συναπίζω Α [σίναπι] τοποθετώ έμπλαστρο με σινάπι, κάνω σιναπισμό … Dictionary of Greek